- πλήθεμα
- το, Ν [πληθένω]το να πληθαίνει, να αυξάνεται κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλήθυνση — η, Ν το πλήθεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πληθύνω. Η λ., στον λόγιο τ. πλήθυνσις, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Πρωία] … Dictionary of Greek
αύξηση — η 1. μεγάλωμα, πλήθεμα, ανάπτυξη: Η αύξηση της παραγωγής είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την οικονομική ανάπτυξη. 2. (γραμμ.), η κατά μία συλλαβή επέκταση του θέματος των ρημάτων στον παρατατικό και τον αόριστο: χτίζω, έ χτιζα, έ χτισα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)